- δίθρονον
- δίθρονοςtwo-thronedmasc/fem acc sgδίθρονοςtwo-thronedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίθρονος — δίθρονος, ον (Α) φρ. «Ἀχαιῶν δίθρονον κράτος» ο Μενέλαος κι ο Αγαμέμνων που κυβερνούν τους Αχαιούς … Dictionary of Greek
ταγή — η, ΝΜΑ, και ταή Ν νεοελλ. μσν. μερίδα τροφής ζώων, ταΐνι αρχ. 1. πρώτη γραμμή, μέτωπο μάχης 2. ο τόπος, η επαρχία που τελούσε υπό την εξουσία ενός αρχηγού («πότε καὶ τίνα παρὰ τῶν σατραπῶν ἐν τῇ ταγή ἐκλαβόντι», Αριστοτ.) 3. διαταγή, εντολή 4.… … Dictionary of Greek